- εχθροπραξία
- η1) враждебное действие, поступок; 2) вооружённое столкновение;
εχθροπραξίαες — военные действия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εχθροπραξίαες — военные действия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εχθροπραξία — η 1. εχθρική πράξη ή ενέργεια 2. πληθ. οι εχθροπραξίες ένοπλες συρράξεις ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα, πολεμικές επιχειρήσεις («σταμάτησαν οι εχθροπραξίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + πραξία (< πράξις), πρβλ. α πραξία, κοινο πραξία. Η λ.… … Dictionary of Greek
εχθροπραξία — η εχθρική πράξη ή ενέργεια, ένοπλη σύγκρουση αντιπάλων: Αναφέρθηκαν εχθροπραξίες στα σύνορα των δύο κρατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek
Παμβοιώτια — Γιορτή των αρχαίων Βοιωτών. Στη διάρκεια των Π. απαγορευόταν κάθε πολεμική ενέργεια ανάμεσα σε βοιωτικές πόλεις. Αν υπήρχε ήδη εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των πόλεων αυτών, σταματούσε κάθε εχθροπραξία έως ότου λήξει ο εορτασμός. Τα Π. ήταν… … Dictionary of Greek